πυελόμετρο

πυελόμετρο
το
όργανο για τη μέτρηση των εξωτερικών διαστάσεων της λεκάνης της γυναίκας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυελόμετρο — το, Ν όργανο με το οποίο γίνεται η πυελομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyelometre (< πύελος + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή] …   Dictionary of Greek

  • πυελομέτρηση — η η μέτρηση με πυελόμετρο των εξωτερικών διαστάσεων της λεκάνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”